- συνθηματικώς
- συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Νβλ. συνθηματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… … Dictionary of Greek
κολαούζος — (I) ο ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Echeneis naucrates, τού γένους εχηνηίς. (II) (Μ) και κολαούζης, ο 1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει») 2. έμπειρος σύμβουλος,… … Dictionary of Greek